- αριστεροχειρία
- η преимущественное владение левой рукой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αριστεροχειρία — Κατάσταση στην οποία το αριστερό χέρι έχει την ικανότητα να εκτελεί με ταχύτητα και ακρίβεια λεπτότατες κινήσεις για τις συνηθισμένες πράξεις, όπως συμβαίνει πιο συχνά με το δεξί χέρι. Η μέση συχνότητα μεταξύ των ενηλίκων είναι γύρω στο 4 5%. Το… … Dictionary of Greek
ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… … Dictionary of Greek
αριστερότης — η 1. η αριστεροχειρία* 2. η ιδιότητα του αριστερού (ως προς την πολιτική του τοποθέτηση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός. Η λ. μαρτυρείται με τη σημασία (1) από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
επαριστερότητα — η (Α ἐπαριστερότης) [επαρίστερος] 1. αριστεροχειρία 2. αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, ανικανότητα … Dictionary of Greek